- λοξοβάτης
- λοξοβάτης, ὁ (Α)λοξοβάμων*.[ΕΤΥΜΟΛ. < λοξός + -βάτης (< βαίνω) (πρβλ. επι-βάτης, παρα-βάτης)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λοξοβάται — λοξοβάτης masc nom/voc pl λοξοβάτᾱͅ , λοξοβάτης masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοξοβάτην — λοξοβάτης masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοξός — ή, ό (AM λοξός, ή, όν) 1. ο μη ευθύς, αυτός που σχηματίζει οξεία γωνία προς την ευθεία, πλάγιος (α. «ο δρόμος αυτός είναι λοξός προς τον κεντρικό» β. «λοξὸς κύκλος», Αριστοτ. γ. «λοξὴ φάλαγξ», Ασκληπιόδ.) 2. (για βλέμμα) α) κακός, φθονερός… … Dictionary of Greek